κρεπάρισμα

κρεπάρισμα
το [κρεπάρω]
1. σπάσιμο ή ράγισμα συμπαγούς υλικού
2. το ξάσιμο τών μαλλιών τού κεφαλιού
3. μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεπάρισμα — το ατος 1. ράγισμα, σχίσιμο. 2. στενοχώρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”